οίβος

οίβος
οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος τού τραχήλου τού βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἶβος — piece of meat from the back of an ox s neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶβον — οἶβος piece of meat from the back of an ox s neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροιβος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας του Άργους. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, όταν η Ψαμάθη, κόρη του βασιλιά του Άργους, Κρότωπου, έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, φοβήθηκε την αντίδραση του πατέρα της και πέταξε το νεογέννητο στα σκυλιά …   Dictionary of Greek

  • όχθοιβος — ὄχθοιβος, ὁ (Α) 1. πορφυρή ταινία μπροστά και στη μέση τού χιτώνα 2. περιλαίμιο («ὄχθοιβος ὅν... ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, αβέβαιης ετυμολ., που αναφέρεται στην ενδυμασία και εμφανίζει επίθημα βος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”